ἁλίκλυστος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίκλυστος Medium diacritics: ἁλίκλυστος Low diacritics: αλίκλυστος Capitals: ΑΛΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: halíklystos Transliteration B: haliklystos Transliteration C: aliklystos Beta Code: a(li/klustos

English (LSJ)

ον,

   A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344; ἁ. δέμας AP9.228 (Apollonid.).    2 high-surging, πόντος Orph.A.333.

German (Pape)

[Seite 96] meerbespült, πόντου πρόβλημα Soph. Ai. 1198; πέτραι Opp. H. 1, 155; Ep. ad. 399 (IX, 325); ἠϊονίς Agath. 49 (IX, 657); Σινώπη D. Per. 972; Orph. Arg. 331 πόντος, hochwogend.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενος, προσβαλλόμενος, Σοφ. Αἴ. 1219 (λυρ.)· ἁλ. πάρ χθονὶ Πειραέως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 113· ἁλ. δέμας, Ἀνθ. Π. 9. 228. 2) ὁ ὑψηλὰ ἐγειρόμενος, ὑψηλὰ κύματα ἐγείρων, πόντος, Ὀρφ. Ἀργ. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κλύζω.