ἄλλαγμα
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is given or taken in exchange, καινῆς διαίτης Hp.VM3. 2 reward, price of a thing, AP12.132 (Mel.), LXX De.23.18(19). 3 change, vicissitude, LXX Si. 2.4.
German (Pape)
[Seite 102] τό, das Eingetauschte, Preis für etwas, τροφείων Mel. 58 (XII, 132); Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλαγμα: -ατος, τό, τὸ δι’ ἀνταλλαγῆς διδόμενον ἢ λαμβανόμενον· καινῆς διαίτης, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9.
2) ἡ τιμὴ πράγματος, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 132, Ἑβδ. (Δευτ. κγ΄, 18).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 changement;
2 échange, denrée échangée;
3 prix d’un achat.
Étymologie: ἀλλάσσω.