ἀμύητος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύητος Medium diacritics: ἀμύητος Low diacritics: αμύητος Capitals: ΑΜΥΗΤΟΣ
Transliteration A: amýētos Transliteration B: amyētos Transliteration C: amyitos Beta Code: a)mu/htos

English (LSJ)

ον,

   A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd.69c: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4.    2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156.    II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.

German (Pape)

[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: ἀ, μυέω.