ἀνακομιδή
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Dor. ἀγκομιδά IG4.742.17, ἡ:—
A a carrying away again, recovery, ἡ τῶν πλοίων ἀ. Decr. ap. D.18.75. 2 recovery, ἐκ τῶν νούσων Hp.VM21. 3 return, Arist.HA597b9, SIG615.14 (Delph., ii B. C.), Onos.11.3. 4 bringing up, τῶν ἐπιτηδείων Str.3.3.1.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, das Wiedererlangen, νεῶν Dem. 18, 75, in einem Psephisma; Rückkehr, Plut.; Dion. H. 1, 53; ἀνακομιδὴν ποιεῖσθαι, zurückkehren, Pol. 5, 22, 5. – Einkünfte, Arist. H. A. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακομῐδή: ἡ, ἡ ἀνάκτησις· ἡ τῶν πλοίων ἀν. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 13. 2) ἀνάρρωσις, ἐκ νόσου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 171. 3) ἀπονόστησις, ἐπάνοδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12. 9. 4) ἀπόσπασις, ἐξέλκυσις, «πρὸς τὸ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν τὸ τραῦμα», Διόδ. 5. 30. 5) ἀνακομιδὴ λειψάνων, Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de recouvrer.
Étymologie: ἀνακομίζω.