ἀνασοβέω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασοβέω Medium diacritics: ἀνασοβέω Low diacritics: ανασοβέω Capitals: ΑΝΑΣΟΒΕΩ
Transliteration A: anasobéō Transliteration B: anasobeō Transliteration C: anasoveo Beta Code: a)nasobe/w

English (LSJ)

   A scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.

German (Pape)

[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.