ἀνατρέπω

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

poet. ἀντρ-, Aeol. aor.

   A ὀνέτροπε Alc.Supp.25.7: pf. -τέτροφα S.Tr.1009, And.1.131, later -τέτρᾰφα Din.1.30 codd., v.l. in D.18.296, Aeschin.1.190, 3.158: aor. 2 Med. ἀνετράπετο in pass. sense, Il.6.64, 14.447 (only here in Hom.), Pl.Cra.395d, Theoc. 8.90: aor. 2 Pass., Alex.76.3, etc.:—overturn, upset, Act., Archil.56.3, Alc.l.c.; τράπεζαν D.19.198, cf. Sch.ad eund.24.136; in Hom. ἀνετράπετο, = ὕπτιος ἔπεσεν, Il.6.64; ἀνατετραμμένος Ar.Ra.543; freq. of ships, Pl.Lg.906e, Arist.Rh.1398b7, etc.; ἂν ἀνατραπῆ γὰρ πλοῖον Alex.l.c.; τὴν σωφροσύνην, τὸν βίον ἅπαντα And.1.131, cf. Plu. Pomp.46.    b Medic., upset, στόμαχον Gal.12.911: so abs., create nausea, Aristaenet.1.12.    2 overthrow, ruin, πρόρριζον ἀνατρέψαι τινά Hdt.1.32, cf. 8.62; μὴ . . δαίμων . . ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον A.Pers. 163; λακπάτητον ἀ. χαράν S.Ant.1275; πλοῦτον And.1.131; πόλιν Ar.V.671; πολιτείαν, οἰκίαν, Pl.Lg.709a, R.471b; τὰ τῶν Ἑλλήνων D.18.143:—Pass., ἤρυξε πόλιν μἀνατραπῆναι A.Th.1082; ὁ βίος ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Pl.Grg.481c, etc.    3 upset in argument, refute, Ar.Nu.901; ἀ. πρόβλημα Alex.Aphr.in Top.514.28.    II Pass., to be upset, disheartened, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theoc.8.90; ταῖς ψυχαῖς ἀ. Plb.21.25.8.    2 c. acc., to be checked in, diverted from, ὁρμήν J.BJ 2.15.6; τὴν φιλαργυρίαν 2.14.6.    3 to be turned back, εἰς χώραν Herm. ap. Stob.1.49.68.    4 to be made null and void, Just. Nov.2.2Intr.    III stir up, arouse, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ S.Tr. 1009:—Pass., of the sea in a storm, Arist.HA600a4, etc.    IV intr. in Act., slip, trip up, Plu.2.631c; of a ship, capsize, D.Chr.34.32.

German (Pape)

[Seite 211] (perf. ἀνατέτραφα, Din. 3, 4; Dem. 1, 30; Aesch. 1, 190; ältere Form ἀνατέτροφα, Soph. Tr. 1005; Andoc. 1, 131), umkehren, umstürzen; ἀνετράπετο, aor. med. in passiver Bdtg, er stürzte köpflings nieder, Il. 6, 64. 14, 447; vgl. Plat. Euth. 278 d, wo nachher ὕπτιον ἀνατετραμμένον steht; ἂν ἀνατραπῇ πλοῖον Alex. Ath. VI, 226 f. wie ἐάν τις ἄκων πλοῖον ἀνατρέψῃ Aesch. 3, 158. Daher zerstören, zu Grunde richten, vernichten, πόλιν, ὄλβον, Aesch. Spt. 1068 Pers. 159; χαράν Soph. Ant. 1261; πρόῤῥιζον ἀνατρέψαι τινά, von Grund aus vernichten, Her. 1, 32; vgl. πόλιν ἄρδην ἀνατετραφώς Aesch. 3, 158; οἰκίας, πολιτείας, πᾶσαν πρᾶξιν, Plat. Rep. V, 471 b Legg. IV, 709 a Polit. 300 b; Luc. Tox. 14 u. a. Sp.; so pass., πάντα ἀνατετράφθαι, Plat. Soph. 234 d; aor. II. med. in passiv. Bdtg, ἡ πατρὶς ὅλη ἀνετράπετο Crat. 395 d; – τράπεζαν, den Wechslertisch umstoßen, Bankerott machen. Andocid. 1, 130. Auch durch Gründe widerlegen, Ar. Nubb. 897, eigtl. ἀντιλέγων, zu Boden schlagen. – Pass., niedergeschlagen sein, ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς, den Muth verlieren, Pol. 22, 8; D. Sic. 11, 31; ähnlich mitaor. med., ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theocr. 8, 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρέπω: ποιητ. ἀντρέπω: μέλλ. -τρέψω: πρκμ. -τέτροφα, Σοφ. ἔνθα κατωτέρ., Ἀνδοκ. 17. 13, μεταγεν. ἴσως καὶ τέτρᾰφα: μέσ. ἀόρ. β΄ ἀνετράπετο μετὰ παθ. σημασ., Ἰλ. Ζ. 64, Πλάτ. Κρατ. 305 D, Θεόκρ. 8. 90: (ἴδε τρέπω). Ἀνατρέπω, «ἀναποδογυρίζω», ὡς τὸ ἀναστρέφω, τὸ ἐνεργ. πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 51. 3· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., ἀνετράπετο, ἔπεσεν ὕπτιος, Ἰλ. Ζ. 64· ἀνατετραμμένος Ἀριστοφ. Βάτρ. 543· συχνάκις ἐπὶ πλοίων, Πλάτ. Νόμ. 906E, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11, κτλ. ἂν ἀνατραπῇ γὰρ πλοῖον Ἄλεξ. ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 3. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω Λατ. evertere, ὡς τὸ ἀπόλλυμι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σώζω· πρόρριζον ἀνατρέψαι τινὰ Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. 8. 62· μέγας πλοῦτος ... ἀνατρέψῃ ποδὶ ὄλβον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164· λακπάτητον ἀντρέπων χαρὰν Σοφ. Ἀντ. 1275· πλοῦτον Ἀνδοκ. 17. 13· πόλιν Ἀριστοφ. Σφ. 671· πολιτείαν, οἰκίαν, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 709A, Πολ. 471Β· τὰ τῶν Ἑλλήνων Δημ. 275. 15. - Παθ., ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ἀνατραπῆναι Αἰσχύλ. Θ. 1076· ὁ βίος ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 481C, κτλ. 3) καὶ τὴν τράπεζαν ἀνατρέπει, «ἀναποδογυρίζει», Δημ. 403. 7, πρβλ. 743.1, καὶ ἴδε τράπεζα ΙΙ: - μεταφ., καταστρέφω, ἀφανίζω τινά, Ἀνδοκ. 17.10, Πλούτ., κτλ. 4) ἐν συζητήσει ἀνατρέπω, ἀναιρῶ τοὺς λόγους τοῦ ἄλλου, ἀλλ’ ἀνατρέψω ’γαὔτ’ ἀντιλέγων Ἀριστοφ. Νεο. 901. 5) Παθ., ἀνατρέπομαι, «ἀναποδογυρίζομαι», ἀθυμῶ, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Θεόκρ. 8. 90· ὡσαύτως, αὖθις ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς Πολύβ. 22. 8, 88. ΙΙ. διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀνακινῶ, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, πάλιν κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχολ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐν τῷ παθητ. ἐπὶ ἀναταρασσομένης θαλάσσης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ, 8. 15. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνατρέψω, ao. ἀνέτρεψα, pf. ἀνατέτροφα, ao.2 Pass. ἀνετράπην;
1 tourner sens dessus dessous : ἀνατρέπειν πλοῖον, ναῦς faire chavirer une embarcation, des navires ; ἀν. τράπεζαν DÉM faire banqueroute ; fig. renverser : ἀν. ποδὶ ὄλβον ESCHL bouleverser du pied de bonheur de qqn ; ἀν. πόλιν, οἰκίαν bouleverser, ruiner une ville, une maison ; τὴν τύχην ἀν. XÉN bouleverser la fortune (des puissants) ; τὰ τῶν Ἑλλήνων DÉM bouleverser la puissance des Grecs;
2 exciter, ranimer;
Moy. ἀνατρέπομαι (ao.2 ἀνετραπόμην au sens Pass.) être retourné sens dessus dessous : ἀνετράπετο IL il tomba à la renverse.
Étymologie: ἀνά, τρέπω.