ἀνδραπόδισις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq., X.Ap.25.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, als todeswürdiges Verbrechen aufgeführt, Xen. Apol. 25; =
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Ἀπολ. 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
asservissement, réduction en esclavage ; vente d’esclave.
Étymologie: ἀνδραποδίζω.