ἀνθολογέω
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
A gather flowers, Plu.2.917f: c.acc., Hp.Ep.16,Porph. Abst.2.6:—Med., of bees, gather honey from flowers, Arist.HA628b32:—Pass., Gp.11.26.2.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen sammeln, Luc. V. H. 2, 14; Plut.; übh. sammeln, Hippocr. – Med., Arist. H. A. 9, 42, für sich von den Blumen sammeln, von den Bienen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθολογέω: συλλέγω ἄνθη, Πλούτ. 2. 917E· μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1278: - Μέσ., ἐπὶ μελισσῶν, συλλέγω μέλι ἐκ τῶν ἀνθέων, αἱ δὲ ἀνθρῆναι ζῶσι μὲν οὐκ ἀνθολογούμεναι ὥσπερ αἱ μέλισσαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 1. - Παθ., ἀνθολογεῖται [ὁ κρόκος] ὅταν εὐχροήσῃ Γεωπ. 11. 26, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
cueillir des fleurs.
Étymologie: ἀνθολόγος.