ἀντιλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλαγχάνω Medium diacritics: ἀντιλαγχάνω Low diacritics: αντιλαγχάνω Capitals: ΑΝΤΙΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: antilanchánō Transliteration B: antilanchanō Transliteration C: antilagchano Beta Code: a)ntilagxa/nw

English (LSJ)

pf.

   A -είληχα D.40.3:—as law-term, move for a rehearing of a suit, when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν Id.21.86; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίαιταν) ib.90, cf. Poll.8.61, Hsch.; τὴν ἔρημον (sc. δίκην) ἀ. D.32.27.    II enter an exceptive plea, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν Id.37.33.    III bring counteraction, Procop.Arc.17.

German (Pape)

[Seite 254] (s. λαγχάνω), dagegen durchs Loos erlangen; δίκην, eine Klage gegen ein gefälltes Urtheil erheben, z. B. δίκην ἔρημον ἀντιλαχεῖν Dem. 32, 27, gegen ein Contumacialurtheil auf restitutio in integrum klagen; vgl. Poll. 8, 61; τὴν μὴ οὖσαν, sc. δίκην, gegen eine Entscheidung als ungültig protestiren, Dem. 21, 90; παραγραφήν 37, 33; ἀντειλήχασιν 40, 3. Vgl. Hermann's Staatsalterth. §. 145, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: πρκμ. -είληχα Δημ. 1009. 4: - ὡς νομικὸς ὅρος, ἀντ. δίαιταν, «ἀντιλαχεῖν, ἀντικαλέσαι ἐστὶν» Α. Β. 184. 29. - «τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὄφλειν, καὶ πάλιν ἐπὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι» Ἡσύχ. - τὴν μὴ οὖσαν (δίκην) ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, ἐπετρέπετο νὰ διαμαρτυρηθῇ κατ’ αὐτῆς ὡς ἀκύρου, Δημ. 543. 14· ἵνα... τὴν ἔρημον (ἐνν. δίκην) ἀντιλάχῃ, κατορθώσῃ νὰ τὴν ἀναιρέσῃ ὡς ἄδικον, ὁ αὐτ. 889. 23· ἀντ. τὰς παραγραφὰς ὁ αὐτ. 976. 24: - πρβλ. Att. Process. 756.

French (Bailly abrégé)

obtenir en partage à son tour ou à l’encontre ; t. de droit intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.
Étymologie: ἀντί, λαγχάνω.