ἀντέρεισις
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
εως, ἡ,
A thrusting against, resistance, Hp.Art. 50; esp. the fulcrum or resistance used in reducing a dislocation, ib. 2; of joints, Arist.IA705a14; λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος by its resistance, Plu.Lys.12; forward pressure, Ael.Tact.18.8; repulsion, Plu.2.396a, cf. Ph.1.153, Plot.4.3.26(pl.). II Rhet., buttressing, mutual support, of clauses in a period, Demetr.Eloc.12.
German (Pape)
[Seite 247] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ ὑπομόχλιον ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, αὐτόθι 780· κατὰ τὸ βάδισμα, Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
résistance d’une chose appuyée sur une autre.
Étymologie: ἀντερείδω.