περίτριμμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447 ; π. ἀγορᾶς D.18.127 ; π. πραγμάτων Com.Adesp.889. II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.
German (Pape)
[Seite 597] τό, das Abgeriebene, übertr., ein durchtriebener Mensch, bes. ein Sykophant, ränkevoller Rechtsgelehrter, δικῶν, Ar. Nubb. 446, wie Dem. 18, 127 den Aeschines περίτριμμα ἀγορᾶς nennt.
Greek (Liddell-Scott)
περίτριμμα: τό, πρᾶγμα διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ παμπόνηρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. ἐπίτριμμα, ἐπίτριπτος,
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chose usée tout autour ; fig. ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant.
Étymologie: περιτρίβω.