ἱστορικός

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστορικός Medium diacritics: ἱστορικός Low diacritics: ιστορικός Capitals: ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: historikós Transliteration B: historikos Transliteration C: istorikos Beta Code: i(storiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A exact, precise, scientific, μίμησις Pl.Sph.267e; τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱ. well-informed respecting . . or able to recount . ., Arist.Rh.1359b32; ἀποδείξεις ἱστορικῶν Phld.D.1.23. Adv. -κῶς scientifically, accurately, Arist.GA757b35; by personal observation, καταμαθεῖν τι Gal.14.275.    II belonging to history, historical, πραγματεῖαι D.H.1.1; τύπος (opp. λογικός) Id.Dem.24; ἀναγραφή Id.1.4; γράμματα Plu.Them.13: Subst., historian, Arist. Po.1451b1, Aristeas 31, Phld.Rh.1.200S., D.H.4.6, D.S.1.6, etc.; -ώτατος βασιλέων Plu.Sert.9. Adv. -κῶς, ἱ. καὶ διδασκαλικῶς Str. 1.1.10; ἱ. καὶ ἐξηγητικῶς, opp. ἀποδεικτικῶς, Phld.Mus.p.12 K.; but ἐξηγητικώτερον ἢ -ώτερον, of Aristotle's method in HA, Antig.Mir.60.

German (Pape)

[Seite 1271] das Wissen betreffend, wissenschaftlich; τὴν δὲ μετ' ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Plat. Soph. 267 e; bes. geschichtlich, ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Plut. Them. 13, öfter; ὁ, der Geschichtschreiber, Ἰόβα τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων, der beste Geschichtschreiber, Sertor. 9. – Adv., nach Weise eines Geschichtschreibers, λέγειν Arist. gen. anim. 3, 8; Strab. I p. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γνῶσιν ἢ ἔρευναν, τὴν μὲν μετὰ δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμεν, τὴν δὲ μετ’ ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Πλάτ. Σοφιστ. 267Ε· ἀναγκαῖον καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν εἶναι, νὰ εἶναι γνώστης καὶ τῶν ὑπὸ τῶν ἄλλων εὑρημένων, ἢ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκθέτῃ αὐτὰ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν ἱστορίαν, ἱστορικός, τοῖς δὲ τὰς ἱστορικὰς πραγματείας ἐκφέρουσιν Διον. Ἁλ. Περὶ Θουκυδ. Χαρακτ. 50· ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Πλουτ. Θεμιστ. 13· - ὡς οὐσιαστ., ἱστορικὸς συγγραφεύς, Ἀριστ. Ποιητ. 9. 2, κτλ.· -ώτατος Πλουτ. Σερτώριος 9· - Ἐπίρρ. -κῶς, λεπτομερῶς, Ἀριστ. π. Ζ, Γεν. 3. 8, 1, Στράβ. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 historique : τὰ ἱστορικά les histoires;
2 propre aux recherches de l’histoire, habile historien ; historien en gén;
Sp.
ἱστορικώτατος.
Étymologie: ἵστωρ.