ἐπεῖπον
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
aor. 2, inf. ἐπειπεῖν, pf.
A ἐπείρηκα Plu.2.1054f: pres. ἐπιλέγω (q. v.):—say besides or afterwards, Hdt.1.123, Th.1.67, Aeschin. 2.157, etc. 2 ψόγον ἐ. τινί say it of one, A.Supp.972 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.26; σκωπτικόν τι εἴς τινα Id.Dem.Enc.33. 3 quote as apposite, τὰ ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα Ael.VH4.18; ἐ. τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός Luc.Somn.3; cf. ἐπιλέγω. 4 utter, pronounce a spell, ἐ. ἐπῳδήν Id.Philops.35. 5 make a speech at, τάφῳ Polem.Cyn.2.
German (Pape)
[Seite 911] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεῖπον: ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· ἐπεῖπον τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας εἶπον τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».
French (Bailly abrégé)
inf. ἐπειπεῖν;
1 dire en outre;
2 dire sur : ψόγον ἐπ. τινι ESCHL parler de qqn en le blâmant.
Étymologie: ἐπί, εἶπον.