ἐξομοιόω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομοιόω Medium diacritics: ἐξομοιόω Low diacritics: εξομοιόω Capitals: ΕΞΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: exomoióō Transliteration B: exomoioō Transliteration C: eksomoioo Beta Code: e)comoio/w

English (LSJ)

   A make quite like, assimilate, τὸ εἶδος Hdt.3.24; αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Pl.Grg.512e; ἐ. τοὺς καρπούς produce fruit exactly like, Thphr.HP2.2.4; adapt, τοῖς ἤθεσι τῶν λεγόντων καὶ τῶν ἀκουόντων τοὺς λόγους Anon.Oxy.1012i 28; compare, liken, τί τινι Str.2.5.22, Ph.2.11, al.:—Pass., become or be like, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν E.Andr.354, cf. S.Aj.549, X.Oec.7.32; ὁ Ἄψος σχῆμα ἐ. πρὸς τὸν Πηνειόν Plu.Flam.3.

German (Pape)

[Seite 886] ganz ähnlich machen; Soph. ἐξομοιοῦσθαι φύσιν, sich die Natur aneignen, Ai. 545; Eur. Andr. 354; ἐξομοιεῦντες τὸ εἶδος Her. 3, 24; ἑαυτόν τινι Plat. Gorg. 512 e u. Sp.; πρός τι, Plut. Flamin. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομοιόω: καθιστῶ τι ὅμοιον, ἐξομοιεῦντες τὸ εἶδος ἐς τὸ δυνατὸν Ἡρόδ. 3. 24· αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Πλάτ. Γοργ. 512Ε· πάντα δοκεῖ τοὺς καρποὺς ἐξομοιοῦν, παράγειν ὁμοίους καρπούς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4: ― Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ὅμοιός τινι, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 354, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 7, 32· σχῆμα ἐξ. πρός τινα Πλουτ. Φλαμινῖνος 3: ― ἐν Σοφ. Αἴαντι 549 δεῖ πωλοδαμνεῖν (αὐτὸν) κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, τὸ ἐξομοιοῦσθαι εἶναι παθ. ἔχον ὡς ὑποκείμενον τὸ αὐτόν, τὸ δὲ φύσιν εἶναι αἰτ. ἐκφράζουσα τὸ κατά τι, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire ressembler complètement, assimiler ; Pass. être entièrement semblable : τινι, πρός τινα à qqn;
Moy. ἐξομοιόομαι-οῦμαι exécuter d’une façon semblable.
Étymologie: ἐξ, ὁμοιόω.