λεκάνη

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκάνη Medium diacritics: λεκάνη Low diacritics: λεκάνη Capitals: ΛΕΚΑΝΗ
Transliteration A: lekánē Transliteration B: lekanē Transliteration C: lekani Beta Code: leka/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (λέκος)

   A dish, pot, pan, Ar.Nu.907, V.600, al., PGrenf.1.14 (ii B.C.), etc.; basin, IG42(1).122.57 (Epid., iv B.C.); hod, Ar.Av.840, 1143, IG22.1672.184; cf. λακάνη:—Dim. λεκαν-ίδιον, τό, Poll.10.84, Eust.1402.16:

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, dor. λακάνη (vgl. λέκος), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

λεκάνη: [ᾰ], ἡ, (λέκος) πινάκιον, ἀγγεῖον, λεκάνη, «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει σκαφίδιον τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - λακάνη ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν λακάνη... τὸ δὲ Ἀττικὸν λεκάνη» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου ψυκτήρ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bassin, baquet.
Étymologie: λέκος.