προσορίζω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσορίζω Medium diacritics: προσορίζω Low diacritics: προσορίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosorízō Transliteration B: prosorizō Transliteration C: prosorizo Beta Code: prosori/zw

English (LSJ)

   A include within boundaries, add to a dominion, etc., D.S. 2.3; αὐλὴν τῷ μνημείῳ SIG1232.6 (Asia Minor, i A.D.):—Med., add to one's dominion, τὴν γῆν π. τῇ σφετέρᾳ Paus.2.36.5:—Pass., οἱ προσοριζόμενοι αὐτοῖς Str.4.2.1, cf. OGI229.101 (Smyrna, iii B.C.), POxy.918 ii 17 (ii A.D.).    2 determine or fix, χρόνον πένθους ὀλίγον Plu.Lyc.27:—Med. with fut. Att. -ιοῦμαι, determine or define besides, Arist.Ph.252a27, Rh.1407b5:—Pass., ὁ -όμενος χρόνος PSI 10.1160.18 (i B.C.).    3 Med. as Att. law-term, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων he (sc. the mortgagee) had the house marked with stones (v. ὅρος 11) as well to the amount of 2000 drachmae, D.31.4.    II intr., to be adjacent, τῇ Συρίᾳ D.S.2.50.

German (Pape)

[Seite 775] ion. u. poet. προσουρίζω, wie Eur. I. A. 1151, dazu begränzen, bestimmen; χρόνον πένθους ἡμέρας ιβ' , Plut. Lyc. 27; u. so auch med., Arist. rhet. 3, 5; aber προσωρίσατο δισχιλίαν οἰκίαν, Dem. 31, 4, v. l. προωρίσατο, bezeichnet das hypothekarische Versichern einer Geldsumme auf ein Grundstück, vgl. ὅροι; – zu den Gränzen hinzusetzen, zum Reiche hinzuthun, Plut. Cic. 12 Lucull. 19.

Greek (Liddell-Scott)

προσορίζω: περικλείω ἐντὸς τῶν ὁρίων, προσθέτω εἴς τι κράτος, Στράβ. 189, Διοδ. 2. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 101 (ἐν τῷ παθ.)· - Μέσ., προσθέτω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, τὴν γῆν πρ. τῇ σφετέρᾳ Παυσ. 2. 36, 5· - ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151, ὁ Scaliger διώρθωσε: προσουδίσας πέδῳ. 2) ὁρίζω προσέτι, χρόνον πένθους ὀλίγον Πλουτ. Λυκοῦργ. 27. - Μέσ., ὁρίζω προσέτι, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 19, Ρητ. 3. 5, 4. 3) Μέσ., ὡσαύτως ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὄρος, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐσημείωσε τὴν οἰκίαν του προσέτι διὰ λιθίνων σημείων (ἴδε ὅρος ΙΙ) διὰ τὸ ποσὸν 2000 δραχμῶν, δηλ. ἐκ νέου ἔθηκεν εἰς ὑποθήκην αὐτὴν διὰ τὸ ποσὸν τοῦτο, Δημ. 8777. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., συνορεύω, κεῖμαι πλησίον, τῇ Συρίᾳ Διόδ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

fixer comme limite, limiter, acc.;
Moy. προσορίζομαι déterminer ou définir en outre.
Étymologie: πρός, ὁρίζω.