διΐστημι
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
fut. διαστήσω,
A set apart, separate, τοὺς λόχους Th.4.74; κατ' εἴδη Pl.Phlb.23d; διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς μέρη πολλά D.18.61; ζῶντας ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε Plu.Ant.84:—Pass., κίονες διεστάθησαν Callix.2. 2 set one at variance with another, τινά τινος Ar. V.41, Th.6.77; δ. τὴν Ἑλλάδα divide it into factions, Hdt.9.2; δ. τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17. 3 μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο having left an interval of two days, Epigr.Gr.996.7, cf.BKT3.20. 4 distinguish, τί τινος Ath.7.305d, cf. Aret.SA2.2. 5 inflate, κενοὺς ἀσκούς Demoph.Sim.57. II more freq. in Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act.:—stand apart, be divided, Il., mostly in aor. 2, 24.718, al.: once in impf. Med., θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, 13.29; διαστὰν γῆς βάθρον yawning wide, S.OC1662; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129; διεστῶτα, opp. ἡνωμένα, Chrysipp.Stoic.2.124, al.; ἔτους διεστῶτος after an interval of a year, SIG344.119 (Teos). b stand with legs apart, Luc.Ner.7. 2 of persons, stand apart, be at variance, διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6; εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, ib.15; κατὰ πόλεις διέσταμεν Id.4.61; διεστηκότες εἰς δύο D.10.4, cf. 18.18; ἐρίζειν καὶ διεστάναι Id.2.29; simply, differ, be different, πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R.550e; πρὸς ἄλληλα Arist.Pol.1256a29, cf.Po.1448a17; ἡ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας Id.Pol.1289b3; οὖρα διεστηκότα not homogeneous, Hp.Aph.7.33. 3 part after fighting, Hdt.1.76, 8.16, 18: hence, to be reconciled, Isoc.5.38. b of an army, retire, Plb.10.3.6. 4 stand at certain distances or intervals, Hdt.2.66; of guards in a row, Id.3.72; of post-stations, Id.8.98; of soldiers, δ. κατὰ διακοσίους Th.4.32; διάστηθι mark distances! a word of command, Ael. Tact.12.11: Geom., ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν are equidistant from one another, Archim.Aequil.1.6. III Med., sts. trans., separate, γεώδη γένη διϊστάμενοι Pl.Ti.63c: chiefly in aor. 1, δ. τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον contrast, Id.R.360e; ἀράχνια, of spiders, spread, Theoc.16.97.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf. διΐστην, f. διαστήσω, ao. διέστησα);
1 établir de côté et d’autre : τοὺς λόχους THC porter ses bataillons de différents côtés;
2 séparer ; εἰς μέρη DÉM en parties ; τι ἀπό τινος séparer une chose d’une autre ; τινά τινος une personne d’une autre ; fig. τὴν Ἑλλάδα HDT désunir la Grèce;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2 διέστην, pf. διέστηκα, pqp. διειστήκειν);
1 se séparer, s’écarter ; τὰ διεστεῶτα (ion.) HDT déchirures du sol;
2 p. ext. s’éloigner, se retirer : διέστησαν χωρίς HDT ils se retirèrent chacun de son côté;
3 s’établir de distance en distance;
4 se désunir, être désuni : διαστήτην ἐρίσαντε IL ils se brouillèrent après s’être querellés ; ἡ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει DÉM tout le Péloponnèse était divisé;
Moy. διΐσταμαι (impf. διϊστάμην, f. διαστήσομαι) intr. s’écarter, se séparer : θάλασσα διΐστατο IL la mer s’écartait (s’entrouvrait).
Étymologie: διά, ἵστημι.