εὐσθενής

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσθενής Medium diacritics: εὐσθενής Low diacritics: ευσθενής Capitals: ΕΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eusthenḗs Transliteration B: eusthenēs Transliteration C: efsthenis Beta Code: eu)sqenh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋσθ-, ές, (σθένος)

   A stout, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. -ώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. -νῶς Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.