σφενδάμνινος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
η, ον,
A of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] η, ον,
1. de bois d’érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.