καρχήσιον

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχήσιον Medium diacritics: καρχήσιον Low diacritics: καρχήσιον Capitals: ΚΑΡΧΗΣΙΟΝ
Transliteration A: karchḗsion Transliteration B: karchēsion Transliteration C: karchision Beta Code: karxh/sion

English (LSJ)

Dor. καρχ-άσιον [Χᾱ], τό,

   A drinking-cup narrower in the middle than at the top and bottom, Sapph.51.3, Pherecyd.13J., Cratin.38, Herodor.16J., S.Fr.660, Callix.3, IG12.265, al., 22.47, 12 (8).51.25 (Imbros, ii B. C.).    II mast-head of a ship, through which the halyards worked, ζυγὸν καρχασίου sailyard, Pi.N.5.51, cf. Hp.Art. 43, Luc.Merc.Cond.1 (interpol.), Asclep. Myrl. ap. Ath.11.474f: in pl., E.Hec.1261, Plu.Them.12; cf. sq.--In Epicr.10 there is a play on the double meaning (1 and 11).    III triangular instrument used in carpentry, Hsch.    IV cage or chamber in a torsion-engine, Ph.Bel.74.15, HeroBel.88.5 (Χαλκ- codd.), Ath.Mech.35.4.    V crane for unloading ships, Vitr.10.2.10, 10.16.3.

German (Pape)

[Seite 1332] τό, 1) der obere Theil des Mastbaums mit dem Mastkorbe, Mars, Ath. XI, 475 a; πρὸς ζυγὸν καρχασίου ἱστία ἀντείνειν Pind. N. 5, 51, die Segel aufziehen, wo der Schol. καρχήσιον erkl. ἐν ᾡ τὸν ἱμάντα ἐνείρουσι, also die Rolle, um welche die Segeltaue laufen, die eben oben am Maste befestigt ist; bei Eur. Hec. 1261 verschlingt das Meer πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων, wo nachher hinzugefügt ist αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσει ποδί; Mastkorb ist es auch Plut. Them. 12 u. Luc. ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον de merc. cond. 1. – 2) ein Becher, in der Mitte eingebogen, von der Aehnlichkeit mit dem Mastkorbe benannt, Ath. XI, 474 e ff.; D. Sic. 2, 9; Alciphr. 2, 3. – Bei Hesych. auch ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές, vielleicht eine Art Krahn, nach Vitruv. 10, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καρχήσιον: Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―οὕτως ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 (ἔνθα τὸ ζυγὸν καρχασίου εἶναι ἡ τὸ ἱστίον φέρουσα κεραία), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; ξύλον, καὶ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 partie supérieure du mât avec la hune, hune;
2 poulie fixée au mât et autour de laquelle s’enroulent les cordages.
Étymologie: DELG mot techn. prob. emprunté.