ὀρός
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ὁ,
A the watery or serous part of milk, whey, ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222 ; ὀρὸν πίνων 17.225, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23. 2 the watery part or serum of the blood, Pl.Ti.83d. 3 the watery part of wood-tar, ὀρὸς πίσσης Hp.Ulc.12, Thphr.HP3.9.2, Paul.Aeg.3.74. 4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form οὐρός was coined by Nic. Th.708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.)
German (Pape)
[Seite 385] ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάθμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρός: ἀκολούθως ὀρρός (ἴδε κατωτ.)· οὖρος Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ ἄγγεα πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν μέρος τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, ὀρρόπισσα, ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς σπερματικός, Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ τύπος ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras (ὡσαύτως saram, ὕδωρ), Λατ. serum· πρβλ. τυρός.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 petit-lait;
2 liquide séminal.
Étymologie: cf. skr. saras, saram « eau ».