ἀπισχυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀπισχυρίζομαι Low diacritics: απισχυρίζομαι Capitals: ΑΠΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apischyrízomai Transliteration B: apischyrizomai Transliteration C: apischyrizomai Beta Code: a)pisxuri/zomai

English (LSJ)

   A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c.    II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc.    III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.

German (Pape)

[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.

French (Bailly abrégé)

s’opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.
Étymologie: ἀπό, ἰσχυρίζομαι.