ἀντιπροκαλέομαι

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἀντιπροκαλέομαι Low diacritics: αντιπροκαλέομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antiprokaléomai Transliteration B: antiprokaleomai Transliteration C: antiprokaleomai Beta Code: a)ntiprokale/omai

English (LSJ)

Med.,

   A retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.

German (Pape)

[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.