ἀντρώδης
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ες,
A full of caves, πέτρα X.An.4.3.11; τόπος Arist.Pr. 932a2; ὑπώρειαι Ph.Fr.36H.; τὰ ἀ. Corn.ND28. 2 like a cave, οἰκίαι Philostr.VS2.23.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντρώδης: -ες, πλήρης σπηλαίων, πέτρα Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11. τόπος Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rempli de cavernes, caverneux.
Étymologie: ἄντρον, -ωδης.