ἀποδοκεῖ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
impers., (δοκέω) mostly c. μή et inf., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν
A it seemed good to them not to do, they resolved not .., Hdt. 1.152; ἐπεί σφι ἀ. μὴ ἐπιδιώκειν Id.8.111; without μή, X.An.2.3.9: sts. with inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε when they resolved not (to go on), when they changed their mind, Hdt.1.172.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκεῖ: ἀπρόσωπ. (δοκέω), τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν, ἐφάνη καλὸν εἰς αὐτοὺς νὰ μη..., Ἡρόδ. 1. 152· ἐπεί τέ σφι ἀπ. μήτ’ ἐπιδιώκειν ὁ αὐτ. 8. 111· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ μή, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9: ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἀπαρεμ., ὥς σφι ἀπέδοξε, ὅτε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ (προχωρήσωσι περαιτέρω), ὅτε μετέβαλον γνώμην, Ἡρόδ. 1. 172.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδόξει, ao. ἀπέδοξε, etc.
impers.
il ne paraît pas bon ou à propos de : μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; ὥς σφι ἀπέδοξε HDT lorsqu’ils résolurent de ne point faire.
Étymologie: ἀπό, δοκέω.