ἀποσκηνέω
From LSJ
English (LSJ)
A encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.