ἁρπαγή
English (LSJ)
ἡ,
A seizure, robbery, rape, first in Sol.4.13; ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην found guilty of rape, A.Ag.534; αἰτέειν δίκας τῆς ἁ. Hdt.1.2; ἁρπαγῇ χρησαμένους ib.5; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Th.6.52, X.Cyr. 7.2.12; ἐφ' ἁ. τραπέσθαι Th.4.104, X.Cyr.4.2.25; τοῦ κρητῆρος ἡ ἁ. Hdt.3.48: pl., of a single act, συνεπρήξαντο τὰς Ἑλένης ἁ. Id.5.94, cf. A.Th.351 (lyr.), Supp.510; Καδμείων ἁ., of the Sphinx, E.Ph.1021 (lyr.). II thing seized, booty, prey, τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers.752; ἁ. κυσί, θηρσί, Id.Th.1019, E.El.896; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing. Th.8.62. III greediness, X.Cyr.5.2.17. IV ἐν ἁρπαγῇ σελήνης when the moon is invisible, PMag.Par.1.750.
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, das Rauben, καὶ κλοπή Aesch. Ag. 520, wie Xen. Cyr. 1, 2, 6; nicht selten im plur., wie Eur. Phoen. 46, 1073 I. A. 1266; χρημάτων Isocr. 4, 114; παίδων Pol. 6, 8; ξιφῶν, das zum Schwert Greifen, Dion. Hal. 8, 73; Raub, Beute, κυσίν Aesch. Spt. 1005; τινός Pers. 738; Xen. Hell. 3, 2, 19; bes. Plünderung, Thuc. 4, 104; Xen. Cyr. 7, 2, 11 u. öfter; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι Thuc. 8, 62; ἐφ' ἁρπαγὴν τρέπεσθαι 4, 104; εἰς ἁρ. τρ. Xen. Hell. 6, 5, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπᾰγή: ἡ, βιαία ἀπόσπασις, ἁρπαγή, λήστευσις, λεηλασία, ἀπαγωγή, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 15. 13· ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην, καταδικασθεὶς ἐπὶ ἁρπαγῇ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· αἰτέειν δίκας τῆς ἁρπ. Ἡρόδ. 1. 2· ἁρπαγῇ χρέεσθαι, ἁρπάζειν, λεηλατεῖν, ὁ αὐτ. 1. 2· ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν Θουκ. 6. 52, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 12· ἐπὶ ἢ εἰς ἁρπ. τρέπεσθαι Θουκ. 4. 104, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 25· τοῦ κρατῆρος ἡ ἁρπ. Ἡρόδ. 3. 48· ὡσαύτως κατὰ πληθ. ἐπὶ μιᾶς πράξεως, τὰς Ἑλένης ἁρπ. ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 351, Ἱκ. 510, καὶ Εὐρ. Καδμείων ἁρπ., ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εύρ. Φοίν. 1021. ΙΙ. τὸ ἁρπασθὲν πρᾶγμα, λεία, λάφυρον, ἅρπαγμα, τοῦ φθάσαντος ἁρπαγὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 752· οὕτω ἁρπ. κυσί, θηρσί Αἰσχύλ. Θήβ. 1014, Εὐρ. Ἠλ. 896· ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι τι Θουκ. 8. 62· πρβλ. λεία. ΙΙΙ. ἁρπαγῆς ἐπιθυμία, ἀπληστία, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 rapacité, avidité;
2 rapine, rapt, pillage;
II. 1 ce qu’on a pillé, butin ; proie (des bêtes sauvages);
2 état de celui qui a été dépouillé.
Étymologie: ἁρπάζω.