ἀστιβής
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
ές, (στείβω)
A untrodden, τινί A.Th.859 (lyr.): hence, 2 desert, pathless, χῶρος S.Aj.657; ἀ. πόρος, of the sea, Arion 1.16; ὁδός Hymn.Is.149. 3 not to be trodden, holy, ἄλσος S.OC126; rare in Prose, as X.Mem.3.8.10. II Act., leaving no track, τροχός Mesom.Nem.7.
German (Pape)
[Seite 376] ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῐβής: -ές, (στείβω) ὡς τὸ ἄστιπτος, ἀπάτητος, τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: ἐντεῦθεν. 2) ἔρημος, ἄβατος, χῶρος Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. πόρος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, ἱερός, ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων ἴχνος, τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non foulé, non fréquenté ; désert;
2 en parl. de lieux consacrés sacré, saint;
Sp. ἀστιβέστατος.
Étymologie: ἀ, στείβω.