ἀσπίζω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
A shield, protect, τόπον IGRom.4.1349 (Lydia): pf. part. ἠσπικότες Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 373] nur VLL. u. Compp., beschilden.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίζω: ὑπερασπίζω, βοηθῶ, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἠσπικότες.
French (Bailly abrégé)
pf. part. ἠσπικότες;
protéger, couvrir d’un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.