ὑψηχής
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ές, (ἦχος)
A making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their 'high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27; τὸ ὑ. τῶν λόγων Philostr. VS1.25.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηχής: -ές, γεν. έος, (ἦχος) ὁ ἠχῶν εἰς τὰ ὕψη, ὁ ὑψηλὰ χρεμετίζων μὲ ἀνατεταμένην πρὸς τὰ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν ἵππων τῆς Ἥρας, ἵπποι ὑψηχέες, ὡς ἐκ τοῦ ἠχηροῦ αὐτῶν χρεμετισμοῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀντηχοῦντος καλπασμοῦ (πρβλ. ἐρίγδουπος), Ἰλ. Ε. 772., Ψ. 27 (ἀλλ’ ὑπάρχει διάφ. γραφ. ὑψαύχενες, «ὧν ὁ ἦχος εἰς ὕψος ἀνέρχεται» (Σχόλ.), τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων Φιλόστρ. 539.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui résonne haut ou fort, sonore, retentissant.
Étymologie: ὕψι, ἦχος.