βαρβαριστί
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Adv.
A in barbarous fashion, Plu.2.336c. II in barbarian or foreign language, κεκράξονται β. Ar.Fr.79; ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50, cf. A.D.Adv.162.5.
German (Pape)
[Seite 432] auf barbarisch, in ausländischer Sprache, bes. persisch, Ar. frg. bei Phot.; Plut. u. a. Sp., wie App. Mithr. 50.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰριστί: ἐπίρρ., κατὰ βαρβαρικὸν τρόπον, ἐπορχεῖσθαι Πλούτ. 2. 336C. II. μὲ βαρβαρικήν, ἤτοι ξένην γλῶσσαν, κεκράξονται β. (Περσιστί), Ἀριστοφ. Ἀπόσμ. 45· ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων Ἀππ. Μίθρ. 50.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la façon des barbares.
Étymologie: βαρβαρίζω.