γοήτευμα

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spell, charm, Pl.Phlb.44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.

German (Pape)

[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Ggstz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.