διάνδιχα

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνδῐχα Medium diacritics: διάνδιχα Low diacritics: διάνδιχα Capitals: ΔΙΑΝΔΙΧΑ
Transliteration A: diándicha Transliteration B: diandicha Transliteration C: diandicha Beta Code: dia/ndixa

English (LSJ)

Adv.

   A = ἄνδιχα, two ways, δ. μερμηρίζειν halt between two opinions, Il.1.189; σοὶ δὲ δ. δῶκε endowed thee by halves, 9.37; in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes.Op.13; διὰ δ' ἄνδιχα ἔαξα broke it in twain, Theoc.25.256, cf. A.R.2.1109; once in Trag., δ. κλῇθρα κλίνεται E.HF1029 (lyr.); also δ. νηὸς ἰούσης, perh. with sails and oars, A.R.1.934.

German (Pape)

[Seite 592] zwiefach (διά, ἀνά, δίχα); Hom. viermal: διάνδιχα μερμήριξεν Versende Iliad. 1, 189. 8, 167. 13, 455, er schwankte zwischen zwei Entschlüssen; Iliad. 9, 37 σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω· σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, er gab dir von zwei Dingen eines. Vgl. δίχα und ἄνδιχα. – Folgende: διάνδιχα κλῇθρα κλίνεται δόμων Eur. Herc. Fur. 1029; νῆα διάνδιχ' ἔαξε Ap. Rh. 2, 1109. Auch in tmesi, διὰ δ' ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Hes. O. 13; vgl. διὰ δ' ἀμπερές, Odyss. 21, 422.

Greek (Liddell-Scott)

διάνδῐχα: ἐπίρρ., ὡς τὸ ἄνδιχα, κατὰ δύο τρόπους, διάνδιχα μερμηρίζειν, κυμαίνεσθαι, ταλαντεύεσθαι μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ἰλ. Α. 189· σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Ι. 37· ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· δ. ἔαξα, ἔθραυσα αὐτὸ εἰς δύο, Θεόκρ. 25. 256· μόνον ἄπαξ παρὰ Τραγ. (ἐν λυρικῷ χωρίῳ), δ. κλῇθρα κλίνεται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en deux parties, en deux : διάνδιχα μερμηρίζειν IL être partagé entre deux avis;
2 par moitié : σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε IL et il te donna l’une des deux choses.
Étymologie: διά, ἄνδιχα.