δύσαρκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.
Greek (Liddell-Scott)
δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.