ἔκροος
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
contr. ἔκρους, ὁ,
A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.). 2 κατ' ἔκροον by excretion, Hp.Epid.2.1.7. II outlet, Arist.Mete.351a10; means of escape, Hp.Virg.
German (Pape)
[Seite 778] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκροος: συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, ἐκροή, ἐκβολή, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. μέρος πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, διέξοδος, οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ λίμνη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
v. ἔκρους.