ἐλεγκτήρ
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3.
German (Pape)
[Seite 793] ῆρος, ὁ, der Ueberführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
celui qui réfute ou convainc.
Étymologie: ἐλέγχω.