ἐμφυσιόω
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
(φύσις)
A inspire, infuse life into, τὴν ἀνάγνωσιν LXX 1 Es. 9.48 :—Pass., to be inspired, τοῖς ῥήμασιν ib.55. II implant, instil into, τὸ αἰδεῖσθαι ἐμφυσιῶσαί τινι X.Lac.3.4; ἐνεφυσίωσαν τοῖς γινομένοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ Michel855.9 (Magn. Mae.) :— Pass., μάθησις δεξιῶς ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex2; ἵνα ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond. ap. Stob.4.2.24; ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog. Ep.28.1.
German (Pape)
[Seite 820] = ἐμφύω, einpflanzen; τὸ αἰδεῖσθαι, Scheu einflößen, Xen. Lac. 3, 4; pass., Hippocr.; ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον τῆς ἀρετῆς Charond. Stob. fl. 44, 40. = ἐμφυσάω, übertr., stolz machen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῡσιόω: ἐμφυσάω, Κλήμ. Ἀλ. 897.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire naître dans, τινι.
Étymologie: έν, φύσις.