ἐναλλάσσω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναλλάσσω Medium diacritics: ἐναλλάσσω Low diacritics: εναλλάσσω Capitals: ΕΝΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: enallássō Transliteration B: enallassō Transliteration C: enallasso Beta Code: e)nalla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐναλλάττω, pf.

   A ἐνήλλαχα Plb.6.43.2, Phld.Mus.p.73K.:—exchange, φόνον θανάτῳ ἐ., i.e. pay for murder by death, E.Andr.1028 (lyr.); μεταβολὰς ἐ. undergo changes, Plb. l.c.; παντοίας μορφὰς ἐ. to assume... Apollod.2.5.11: c. inf., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ' ὕβριν πρὸς μῆλα . . πεσεῖν turned aside, diverted his fury so as to fall upon the sheep, S.Aj.1060.    2 cross, τὼ πόδε Philostr.Im.2.7; also intr., cross one another, of veins and arteries, Arist.PA668b21.    3 Astrol., exchange domicile, of planets, Vett.Val.73.15.    4 ἐχρῆν ἐνηλλαχέναι one should have reversed the statement, Phld. l.c.    II give in exchange, τιἀντί τινος App.BC3.27,5.12:—Med., receive in exchange, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας νὺξ ἥδε βάρος; what heavy change from the day hath this night received? S.Aj.208, cf. Ph.2.638.    III Pass., to be interarticulated, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Hp.Art.46; also τὸ μέτρον τοῖς δισυλλάβοις ἐναλλάσσεται the metre employs the various disyllabic feet interchangeably, Anon.Metr.Oxy.220 iii 13.    2 have commercial relations with, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Th.1.120.

German (Pape)

[Seite 826] verwechseln, tauschen; φόνον θανάτῳ, mit dem Tode büßen, Eur. Andr. 1028; νῦν δ' ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν ὕβριν πρὸς μῆλα πεσεῖν, hat eine andere Richtung gegeben, es so gewandt, daß, Soph. Ai. 1039; pass., τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε βάρος 207. Sp. in Prosa, μεταβολὰς ἐν. Pol. 6, 43, 2. Bei Arist. part. anim. 3, 5, dem διεστάναι entgeggstzt, sich kreuzen; – ἐναλλαγῆναί τινι, mit Jem. Verkehr haben, Thuc. 1, 120.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀνταλλάσσω, φόνον θανάτῳ ἐναλλάσσω, πληρώνω διὰ θανάτου τὸν φόνον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1028˙ μεταβολὴν ἐν., ὑφίστασθαι μεταβολήν, Πολύβ. 6. 43, 2˙ παντοίας μορφὰς ἐναλλάσσειν Ἀπολλόδ. 2. 5, 11˙ μετ’ ἀπαρ., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ’ ὕβριν πρὸς μῆλα... πεσεῖν, ὁ θεὸς μετέτρεψε τὴν μανίαν τούτου καὶ ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν προβάτων, Σοφ. Αἴ. 1060. ΙΙ. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ’ ἐνήλλακται τῆς ἡμέρας νὺξ ἥδε βάρος; «κατὰ τί βάρος ἐνήλλακται ἥδε νὺξ τῆς ἡμέρας;» (Σχόλ.), αὐτόθι 208˙ τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 17. 2) ἀνταλλάσσομαι, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., διασταυροῦμαι, διεστῶσαι δ’ ἄνωθεν ἥ τε μεγάλη φλὲψ καὶ ἡ ἀορτή, κάτω δ’ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ σῶμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 16. 3) ἔχω ἐμπορικὰς σχέσεις μετά τινος, συναλλάσσομαι, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Θουκ. 1. 120.

French (Bailly abrégé)

1 échanger : τί τινι une chose contre une autre ; avec une prop. inf. : ἐν. τὴν ὕβριν πρὸς μῆλα πεσεῖν SOPH détourner la fureur (d’Ajax) sur des troupeaux ; Pass. être échangé, subir un changement à la place de, gén.;
2 Pass. avoir des relations de commerce avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀλλάσσω.