ἐνδοιάσιμος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.
German (Pape)
[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.