ἐπιωγαί
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ῶν, αἱ (ἰωγή),
A places of shelter for ships, roadsteads, Od.5.404, Opp.H.1.602 : after Hom. in sg.. A.R.4.1640.
German (Pape)
[Seite 1006] αἱ, Stellen am Ufer, wo die Schiffe vor Stürmen (die sich dort brechen, ἄγνυμι) gesichert vor Anker liegen können, Schutz vor dem Winde, Od. 5, 404; ἠϊόνων Opp. H. 2, 550.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιωγαί: -ῶν, αἱ, τόποι ἢ μέρη πρὸς ἀγκυροβόλησιν τῶν πλοίων καὶ προφύλαξιν αὐτῶν, οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες, νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί, «τόποι ἀνέμου σκέπην ἔχοντες, ἔνθα καὶ ἰωή, τουτέστι πνοὴ ἄγνυται» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 404· ― ἐν τῷ ἑνικῷ: κατερχομένους ἐπιωγὴν (διάφ. γρ. ἐπ᾿ ἰωγὴν) «σκέπην, ὑφ᾿ ἧς ὁ ἄνεμος ἄγνυται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1640, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
endroits de la côte où s’abritent les vaisseaux.
Étymologie: ἐπί, ἰωγή.