εὔμυθος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ον,
A eloquent, AP4.3b.61 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1081] wohlredend, Καλλιοπείη Agath. prooem. (IV, 3, 107).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμῡθος: -ον, εὔγλωττος, εὐφραδής, Ἀνθ. Π. 4. 3, 107.