ἤκιστος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤκιστος Medium diacritics: ἤκιστος Low diacritics: ήκιστος Capitals: ΗΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ḗkistos Transliteration B: ēkistos Transliteration C: ikistos Beta Code: h)/kistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν

   A the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. sq.).

German (Pape)

[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v. l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.