ἥκιστος
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
η, ον, prob., like ἤκιστος, Sup. of ἦκα,
A least, ὁ δ' ἥκιστ' ἔχων μακάρτατος S.Fr.410.
2 c. inf., worst at... ἥ. θηρᾶν, κρυμῷ ὁμιλεῖν, Ael.NA9.1,4.31 (cf. ἤκιστος).
II mostly as adverb, ἥκιστα = least, Hp.Acut.68, S.Ph.427, etc.; οὐκ ἥ. ἀλλὰ μάλιστα Hdt.4.170; ὡς ἥκιστα = as little as possible, Th.1.91.
2 in reply to a question, not at all, S.OT623, E.HF299, etc.; ἥκιστά γε S.OT1386, Pl.Phdr.276c; ἥ. πάντων Ar.Pl.440.
3 οὐχ ἥκιστα, freq. in litotes, above all, more than all, A.Ch.116; οἵ τε ἄλλοι καὶ οὐχ ἥ. Ἀθηναῖοι Pl.Prt. 324c, cf. Tht. 177c, Smp.178a, al.; ἐπὶ πολλῶν μέν... οὐχ ἥ. δὲ ἐν τοῖς παροῦσι πράγμασι D.2.1, cf. Th.7.44, etc.: c. gen., οὐχ ἥ. Ἀθηναίων σέ, ἀλλ' ἐν τοῖς μάλιστα Pl.Cri.52a.
German (Pape)
[Seite 1158] superl. zu ἣσσων (zu ἦκα gehörig? vgl. das Vorige; im Gebrauche dem Positiv κακός u. μικρός entsprechend), der schlechteste, geringste, kleinste, schwächste, erst bei Sp.; Ael. V. H. 4, 31 ἥκιστος θηρᾶν u. 9, 1 ἥκιστος κρυμὸν φέρειν, nach einer homerischen Stelle, s. ἤκιστος. – Gew. adv. ἥκιστα, am wenigsten, gar nicht, οἷν ἐγὼ ἥκιστ' ἂν ἠθέλησ' ὀλωλότων κλύειν Soph. Phil. 425; oft in der Antwort, bestimmt verneinend, O. R. 623 Tr. 318 u. öfter; vgl. Eur. Suppl. 554; Ar. Nubb. 316; Plat. Gorg. 469 u. öfter; ἥκιστα · φεύγειν σκαιὸν ἄνδρ' ἐχθρὸν χρεών Eur. Herc. Für. 299; οὐχ ἥκιστα, ἀλλὰ μάλιστα Her. 4, 170; κελεύων ὡς ἥκιστα ἐπιφανῶς κατασχεῖν so wenig wie möglich, Thuc. 1, 91; ἥκιστα φιλοσοφίᾳ πρέποντα ποιεῖν, was sich gar nicht, am 500 b; c. gen., τὸ τεθνάναι ἣκιστ' αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν, ist ihnen am wenigsten unter den Menschen furchtbar, Phaed. 67 e, öfter; vgl. οὐχ ἥκιστα Ἀθηναίων σέ, ἀλλ' ἐν τοῖς μάλιστα Crit. 52 a; ἥκιστα πάντων Ar. Plut. 440. – Häufig οὐχ ἥκιστα als Litotes, gar sehr, ganz besonders, οἵτε ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι, sowohl die übrigen Menschen, als ganz besonders die Athener, Plat. Prot. 314 c; Theaet. 177 c; πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλῃ, οὐχ ἥκιστα δὲ κατὰ τὴν γένεσιν Conv. 178 a; μέγιστον δὲ καὶ οὐχ ἥκιστα ἔβλαψεν Thuc. 7, 44, öfter; Xen. Mem. 1, 2, 23 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très faible, très petit ; incapable de, inf..
Étymologie: formé d'après le pl. neutre adv. ἥκιστα.
Greek Monotonic
ἥκιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του συγκρ. ἥσσων, ο εν χρήσει θετικός βαθμός είναι το μικρός, ελάχιστος· ως επίρρ., ἥκιστα, ελάχιστα, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐχ ἥκιστα, ἀλλὰ μάλιστα, σε Ηρόδ.· ὡς ἥκιστα, όσο το δυνατόν λιγότερο, ελάχιστα, σε Θουκ.
2. συχνά ως απόκριση σε ερώτηση, καθόλου, ουδόλως, Λατ. minime, σε Σοφ. κ.λπ.· ἥκιστά γε, minime vero, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἥκιστος: superl. к μικρός.
Middle Liddell
ἥκιστος, η, ον [Sup. of the comp. ἥσσων, the Posit. in use being μικρός,]
1. least:—as adv. ἥκιστα, least, Soph., etc.; οὐχ ἥκιστα, ἀλλὰ μάλιστα Hdt.; ὡς ἥκιστα as little as possible, Thuc.
2. often in reply to a question, nay not so, not at all, Lat. minime, Soph., etc.; ἥκιστά γε minime vero, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=ἐλάχιστος). Ὑπερθετικός βαθμός ἀπό τό ἐπίρρ. ἧκα (=σιγά, λίγο). Τό ἧκα εἶναι θετικός τοῦ ἥκιστος καί ἀντικαθίσταται ἀπό τό μικρός.