ζωγρία
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or αἱρέειν,= ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; συλλαβεῖν SIG700.30 (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρία ἀνάγεσθαι or εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.
German (Pape)
[Seite 1142] ἡ, = ζωγρεία, ζωγρίῃ λαβεῖν, αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37˙ ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ κύριος γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4˙ ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2˙ ζ. ἀποβάλλω τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359˙ ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
capture d’un prisonnier vivant : ζωγρίῃ λαβεῖν τινα HDT ou αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.
Étymologie: ζωγρέω.