εὐτρεπής
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ές, (τρέπω)
A readily turning: hence generally, prepared, ready, εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ . . τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων -πῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι . . καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, ἔχειν to be in a state of preparation, D.1.21.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπής: -ές, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος˙ καθόλου, ἕτοιμος, παρεσκευασμένος συχνὸν παρ’ Εὐρ.˙ εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440˙ εὐτρ. παρεῖναι αὐτόθι 844, κ. ἀλλ.˙ οὕτως, εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2˙ δεῖπνον εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12˙ εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2˙ συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17˙ εὐτρ. πρός τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qu’on peut tourner ou mettre en mouvement ; prêt, disponible.
Étymologie: εὖ, τρέπω.