θεράπαινα
From LSJ
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ, fem. of θεράπων,
A handmaid or female slave, Hdt.3.134, Pherecyd.Syr.2, And.1.64, X.Cyr.6.4.11, Men.141, etc.
German (Pape)
[Seite 1199] ἡ, Dienerinn, Magd, Andoc. 1, 64 Xen. Cyr. 6, 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπαινα: ἡ, θηλ. τοῦ θεράπων, ὑπηρέτρια, Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servante, femme esclave.
Étymologie: fém. de θεράπων.