ἱππομύρμηξ
From LSJ
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5. II pl., ant-cavalry, Luc.VH 1.12.
German (Pape)
[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.