Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάσκοπος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσκοπος Medium diacritics: κατάσκοπος Low diacritics: κατάσκοπος Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katáskopos Transliteration B: kataskopos Transliteration C: kataskopos Beta Code: kata/skopos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who reconnoitres, scout, spy, Hdt.1.100, 112, al.; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν E.Rh.125; πεμφθεὶς Ἰλίου κ. ib.505, cf. Hec.239, Th.6.63; τριήρεις πέμψαι κ. Plu.Lys.10; τῶν λόγων κ. Ar.Th.588, cf. X.Cyr.6.1.31; πραγμάτων Men.Pk.105.    2 examiner, inspector, Th.4.27, cf.8.41; τῆς προσόδου ἐκ σίτου Fouilles de l'Institut Français d'Arch. Orientale du Caire 4(2).p.74: metaph., κ. βίου Secund.Sent.7.    II κατάσκοπος, ον, closely covered, Sch. Opp.H.3.636 (sed leg. -σκεπος).

German (Pape)

[Seite 1379] betrachtend, erspähend, erforschend, bes. subst., der Späher, Kundschafter; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν Eur. Rhes. 125, öfter; τῶν λόγων Ar. Thesm. 588; Her. 1, 100; Thuc. 8, 6; κατάσκοπον πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαθεῖν ὅτι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Xen. Cyr. 6, 1, 18; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκοπος: ὁ, ὁ φυλάττων φυλακήν, ὁ σκοπός, σκοπιωρὸς καὶ προσέχων καὶ ἐρευνῶν, ἵνα ἴδῃ, ἀκούσῃ καὶ μάθῃ τι περὶ τῶν πολεμίων ἢ ἐχθρῶν, ἵνα δώσῃ εἴδησιν, «δόλων ἐξιχνευτής, δολερός, δόλιος» Ἡσύχ.· κατασκόπους ἐποψομένους Ἡρόδ. 1. 100, 112, κ. ἀλλ.· κατάσκοπον πολεμίων πέμψαι Εὐρ. Ρῆσ. 125· πεμφθεὶς Ἰλίου κ. αὐτόθι 505, πρβλ. Ἑκ. 239, Θουκ. 6. 63· τῶν λόγων κ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 588· κ. πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαθεῖν ὅ,τι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31· ὠτακουστοῦσι, κατασκόπων ἔχοντες τάξιν, οἵτινες οὐ μόνον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐνεργοῦσιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ὤτων, Ἀθήν. οἷον εἰς πολεμίων κατάσκοπον ἐνσκευάσας Πλουτ. Ἐκλελ. Χρηστήρ. σ. 434Δ·― παρὰ Θουκ. 4. 27, ὁ ἐξετάζων καὶ ἀναφέρων τὰ πορίσματα τῆς ἐξετάσεως, ἐπιθεωρητής, πρβλ. 8. 41. ΙΙ. κατάσκοπος, ον, ἐντελῶς κεκαλυμμένος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 636.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 espion ou éclaireur;
2 inspecteur.
Étymologie: κατασκέπτομαι.