κατεξανίσταμαι
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
aor. 2 Act. κατεξανέστην,
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6; τῆς τύχης Eun. Hist.p.256 D.; τοῦ πάθους D.S.10.7; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against... Plb.Fr.172; τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22; παντὸς δεινοῦ D.S.17.21. 2 rise, -ιστάμενα [νέφη] Cat.Cod.Astr. 8(1).139.
German (Pape)
[Seite 1395] (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξανίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀγωνίζομαι κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· οὔτε ἀναβάτην προσιέμενος, οὔτε φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι ἐναντίον τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως ὑποφέρω, Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, ἔνθα ἴδε Wessel· ὁ Νεῖλος οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς εἶναι, ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, ἐπειδὴ δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».
French (Bailly abrégé)
f. κατεξαναστήσομαι, ao.2 κατεξανέστην;
1 se soulever, se cabrer contre, gén.;
2 fig. se tenir en garde contre (un danger, une guerre, etc.) gén..
Étymologie: κατά, ἐξανίστημι.