κισηροειδής

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐσηροειδής Medium diacritics: κισηροειδής Low diacritics: κισηροειδής Capitals: ΚΙΣΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kisēroeidḗs Transliteration B: kisēroeidēs Transliteration C: kisiroeidis Beta Code: kishroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like pumice-stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr.HP3.7.5.

Greek (Liddell-Scott)

κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.